«Στη δεξιά όχθη του Καλαμά, 7 χιλ. δυτικά της Βροσίνας, στην κορυφή λόφου νότια από το σύγχρονο ομώνυμο χωριό, βρίσκεται ο αρχαίος οικισμός της Ραβενής. Η απουσία ανασκαφικών δεδομένων και αρχαιολογικών ερευνών δεν επιτρέπει ασφαλείς υποθέσεις για την περίοδο κατοίκησης του χώρου, την έκταση και τον ακριβή χαρακτήρα της θέσης. Τα τείχη του οικισμού προστατεύουν τις περισσότερο ομαλές πλευρές. Ο ποταμός Καλαμάς, μεγάλος υδάτινος δρόμος ήδη από την αρχαιότητα, που εξασφάλιζε την επικοινωνία των παράλιων περιοχών με την ορεινή ενδοχώρα, φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση του οχυρωμένου οικισμού της Ραβενής. Με βάση τα χαρακτηριστικά της οχύρωσης, είναι γενικώς αποδεκτή η χρονολόγηση του οικισμού στους ύστερους κλασικούς – ελληνιστικούς χρόνους. Τα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε φαίνεται να μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιου μικρού οικισμού, ο οποίος πρέπει να τειχίστηκε μετά το 350 π.Χ. Ωστόσο, ελλείψει ανασκαφικών δεδομένων, δεν μπορεί να δοθεί μία πιο ακριβής χρονολόγηση. Η περίοδος αυτή, από τα μέσα του τετάρτου αιώνα π.Χ. και ύστερα, αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Θεσπρωτίας: οι μικρές ατείχιστες κώμες συνοικίζονται και ιδρύονται οι πρώτες πόλεις, οι οποίες οχυρώνονται με ισχυρά τείχη. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η ίδρυση τόσο της Ραβενής όσο και μιας σειράς παρόμοιων οχυρωμένων οικισμών συμπίπτει, πιθανότατα, με τις εδαφικές ανακατατάξεις που συντελέστηκαν στην Ήπειρο κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. και, κατά συνέπεια, με τις μεταβολές στα όρια επιρροής των ηπειρωτικών φύλων, κυρίως των Θεσπρωτών, Μολοσσών και Χαόνων. Η δημιουργία οχυρών περιβόλων εντείνεται γύρω στο 300 π.Χ. Όλοι αυτοί, όμως, δεν αποτέλεσαν πάντοτε τον πυρήνα πραγματικών πόλεων, καθώς πολλοί παρέμειναν απλά οχυρά, στα οποία κατέφευγαν οι πληθυσμοί της ευρύτερης περιοχής κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών. Σε αυτή την κατηγορία φαίνεται να εντάσσεται και ο τειχισμένος οικισμός της Ραβενής» . «Τον οικισμό της Ραβενής, έκτασης περίπου 20 στρεμμάτων, περιβάλλουν τείχη, μήκους περίπου 590 μ., τα οποία προστατεύουν τις περισσότερο ομαλές πλευρές. Στη βραχώδη και πολύ απόκρημνη νότια πλευρά δε διατηρούνται ίχνη τειχών, ενώ αντίθετα σε αρκετά καλή κατάσταση σώζονται τα τείχη της ανατολικής, δυτικής και βόρειας πλευράς, όπου αρχαίος ανωφερής δρόμος οδηγεί στην πύλη του οικισμού, πλάτους 2,80 μ. Ισχυρά πολυγωνικά τείχη, πάχους 2,80 – 3,50 μ., σώζονται στη δυτική, βόρεια και, εν μέρει, στην ανατολική πλευρά, τα οποία ενισχύονταν με τουλάχιστον πέντε ορθογώνιους πύργους. Τα τείχη σώζονται καλύτερα στη βόρεια πλευρά, σε ύψος που ξεπερνά τα 3 μ., ενώ από τους πύργους διατηρούνται καλύτερα εκείνοι της δυτικής πλευράς. Στη δυτική πλευρά το τείχος ακολουθεί σχεδόν ευθύγραμμη πορεία με κατεύθυνση από νότο προς βορρά. Σε απόσταση 60 μ. από τη νοτιοδυτική γωνία του, σχηματίζεται πύργος, ενώ ένας δεύτερος εντοπίζεται σε απόσταση 90 περίπου μ. προς βορρά. Στο σημείο αυτό το τείχος κάμπτεται προς ανατολάς και ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία για 30 μ., μέχρι την περιοχή της πύλης, όπου και η απόληξή του. Στην ανατολική πλευρά το τείχος ανιχνεύεται σε μήκος 38 μ., με κατεύθυνση από νότο προς βορρά και ενισχύεται με δύο ορθογώνιους πύργους, που απέχουν μεταξύ τους 28 μ. περίπου. Από το βορειότερο από αυτούς τους πύργους και προς τα βορειοδυτικά το τείχος εντοπίζεται για 110 μ., ενισχυμένο με έναν ακόμη πύργο. Στο σημείο αυτό το τείχος σχηματίζει μία θλάση και συνεχίζει για 32 μ. την πορεία του προς τα δυτικά, όπου συναντά το αντίστοιχο βόρειο σκέλος του δυτικού τείχους. Από εκεί, και για 6 μ. περίπου, οι δύο βόρειοι βραχίονες του τείχους προχωρούν παράλληλα. Δημιουργείται έτσι ένας στενός διάδρομος, κυμαινόμενου πλάτους μεταξύ 1,50 και 2,50 μ., στο βάθος του οποίου ανοίγεται η πύλη, την οποία και προστάτευαν οι δύο αυτοί βραχίονες. Δυτικά της πύλης το τείχος είναι κατασκευασμένο κατά το πολυγωνικό σύστημα, ενώ ανατολικά, το σύστημα τειχοδομίας γίνεται ισοδομικό. Τέλος, στην περιοχή αυτή αναφέρονται ίχνη αρχαίου δρόμου που οδηγούσε χαμηλά στο ποτάμι. Από το εσωτερικό του οχυρωμένου χώρου έχουν αναφερθεί λείψανα κτηρίων, τα οποία, ωστόσο, δεν ήταν δυνατό να επανεντοπιστούν, λόγω της πυκνής βλάστησης που καλύπτει σήμερα τον αρχαιολογικό χώρο. Επίσης, παλιότερες αναφορές κάνουν λόγο για ύπαρξη μεγάλης ποσότητας θραυσμάτων κεράμων στέγης, ενώ αναφέρεται και η εύρεση νομισμάτων στο εσωτερικό της ακρόπολης». Στη γύρω περιοχή και συγκεκριμένα στις περιοχές της Αγίας Παρασκευής στα δυτικά και της Αγίας Μαρίνας, στη θέση ”Αναβρυστικά”, στα βορειοδυτικά υπάρχουν αρχαίοι τάφοι. Πρόκειται για υπαίθριο, συνεχώς ανοιχτό χώρο, η πρόσβαση στον οποίο είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μέσω της επαρχιακής οδού Φιλιατών – Ιωαννίνων, δια μέσου Κεραμίτσας.